Go to Homepage
Translated in 1 languages
- ΠΑΝΤΡΕΥΩ (marry) 1)Γιά γονείς των οποίων τα παιδιά παντρεύονται 2)Ο ιερέας ο οποίος παντρεύει το ζευγάρι 3)Ο κουμπάρος που αλλάζει στέφανα
Translated by: PAOLA FILINESI